- κεστροφόρος
- κεστρο-φόρος, ὁ,A one who carries
κέστροι 11
, IG3.1102 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κέστροι 11
, IG3.1102 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεστροφόρος — κεστροφόρος, ὁ (Α) επιγρ. 1. αυτός που μεταφέρει τα βέλη τα οποία ονομάζονταν κέστροι 2. αυτός που χρησιμοποιεί το εργαλείο κέστρον για την εγκαυστική ζωγραφική. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρος (είδος βέλους) + φόρος (< φόρος < φέρω)] … Dictionary of Greek
κεστροφόροι — κεστροφόρος one who carries masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)